Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στην Ευρώπη

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Ιουνίου 2024
Αύξηση της αποχής
Το πρώτο και βασικό συμπέρασμα, αν και εντέχνως κρυπτόμενο από τα ΜΜΕ, είναι ότι στις πρόσφατες ευρωεκλογές αποδοκιμάστηκε η ΕΕ και οι πολιτικές της και κυρίως υπέστη οδυνηρή ήττα η ηγεσία της ΕΕ. Η ήδη περιορισμένη συμμετοχή μειώθηκε ακόμη περισσότερο σχεδόν στο σύνολο των χωρών. Το ακριβές ποσοστό μείωσης δεν έχει ακόμη υπολογιστεί, αλλά η συμμετοχή πρέπει να κατέβηκε 2-3 μονάδες κάτω από το 50,6% των ευρωεκλογών του 2019. Η συμμετοχή σε κάποιες χώρες (Κροατία, Σλοβενία, Λιθουανία, Βουλγαρία) κυμαίνεται από 21 μέχρι 34%, ενώ ήταν σημαντική (υπήρχαν όμως γενικοί και ειδικοί λόγοι, π.χ. ταυτόχρονες βουλευτικές εκλογές, έντονη πολιτική σύγκρουση στο εσωτερικό κ.ά.) μόνο σε ελάχιστες χώρες όπως Βέλγιο, Γερμανία, Δανία ή Ουγγαρία.
Πανωλεθρία της ηγεσίας της ΕΕ
Την πιο εκκωφαντική ήττα γνώρισαν οι κυβερνήσεις του λεγόμενου γαλλο-γερμανικού άξονα που ηγείται της ΕΕ, δηλαδή ο Μακρόν και ο τρικομματικός συνασπισμός του Σολτς. Ο Μακρόν συντρίφτηκε κυριολεκτικά, πέφτοντας από το 27,8% που είχε πάρει πριν δύο χρόνια στον α΄ γύρο των προεδρικών εκλογών, στο 14,5%. Αντίστροφα, η Λεπέν ανέβηκε από το 23% στο 31,5%, ενώ το άλλο ακροδεξιό κόμμα, του Ζεμούρ, πήρε 5% από 7% στις προηγούμενες προεδρικές. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα (τα απομεινάρια της Δεξιάς) αυξήθηκαν στο 7% από 5%. Ωστόσο, την έκπληξη έκανε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που στις προηγούμενες ευρωεκλογές είχε κατακρημνιστεί στο 1,8% και τώρα απέσπασε 14%. Στην πραγματικότητα, η Ανυπότακτη Γαλλία (ένας συνασπισμός αριστερών, ακροαριστερών, Σοσιαλιστικού και Κομμουνιστικού Κόμματος κ.ά.) που στις προεδρικές του 2022 είχε αποσπάσει το 22%, έσπασε στα δύο με το μεγαλύτερο τμήμα ψήφων να κερδίζουν οι Σοσιαλιστές και το 10% η υποψήφια του Μελανσόν, Ομπρί.
Αυτή η πανωλεθρία του Μακρόν —και μάλιστα σε μια στιγμή που θέλει να εμφανίζεται ο επανιδρυτής της Ευρώπης και ο νέος Ναπολέοντας που σχεδιάζει τη νέα ευρωπαϊκή εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας— τον ανάγκασε να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές αλλά όχι βέβαια προεδρικές. Προφανώς όχι από δημοκρατική ευαισθησία αλλά εξ’ ανάγκης, μια που ύστερα από αυτή τη δραματική αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών δεν θα περνούσε κανένα νόμο από το κοινοβούλιο — όπου να θυμίσουμε ότι δεν έχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και βέβαια δεν μπορεί να κυβερνά μόνο με προεδρικά διατάγματα. Ωστόσο, όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα ρίσκο, όπως υποστηρίζουν διάφοροι αναλυτές, για τον Μακρόν και τη μεγάλη μπουρζουαζία της Γαλλίας. Ο Μακρόν, αν κατορθώσει να υποτάξει την κεντροαριστερά και κερδίσουν μαζί τις βουλευτικές, θα συγκυβερνήσει μαζί της ελέγχοντάς την, επισείοντας τον μπαμπούλα της ακροδεξιάς. Αν κερδίσει η Λεπέν, τότε θα συγκυβερνήσει με την ακροδεξιά. Αυτό θα σημάνει ότι ο Μακρόν θα μπορέσει να περιορίσει και να στρογγυλέψει τις όποιες διαφοροποιήσεις της Λεπέν στον πόλεμο στην Ουκρανία ή απέναντι στη συνοχή της ΕΕ, και αφετέρου η Λεπέν θα προχωρήσει σε μια ποιοτική επίθεση απέναντι στο εργατικό κίνημα — ένα ρίσκο που η γαλλική μπουρζουαζία φαίνεται να επιθυμεί να πάρει ή τουλάχιστον φαίνεται να θέλει να επιχειρήσει. Αυτό εξηγεί τόσο τη συστράτευση της ηγεσίας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος με τη Λεπέν (παρ’ όλο που μια τέτοια κίνηση θα διαλύσει τους Δεξιούς) όσο και την άρνηση της Λεπέν να συνεργαστεί με τον Ζεμούρ στις επερχόμενες εκλογές, επιδεικνύοντας έτσι ότι είναι μια «δημοκρατική» δύναμη.
Στη Γερμανία η τρικομματική κυβέρνηση του Σολτς υπέστη κι αυτή μια πανωλεθρία. Η Σοσιαλδημοκρατία του καγκελάριου κατακρημνίστηκε στις ευρωεκλογές στο 14% από 25,7% που είχε πάρει στις βουλευτικές εκλογές του 2021, κάτω ακόμη και από το 16% των ευρωεκλογών του 2019. Το δεύτερο κόμμα της συγκυβέρνησης, οι Πράσινοι, πήραν 11,9% από 14,2% και 20,5% αντίστοιχα. Το τρίτο κόμμα, οι Φιλελεύθεροι, πήραν 5%, χάνοντας τις μισές τους δυνάμεις από τις βουλευτικές (στις προηγούμενες ευρωεκλογές είχαν πάρει 5,4%). Με άλλα λόγια, η τρικομματική συγκυβέρνηση έχασε πάνω από τις μισές της εκλογικές δυνάμεις, ενώ η Χριστιανοδημοκρατία ανέβηκε από 19% στις προηγούμενες βουλευτικές στο 30%, ποσοστό αυξημένο κατά δύο μονάδες ακόμη και από το αποτέλεσμα των προηγούμενων ευρωεκλογών. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ με το BSW απέσπασε το 6,1%. Το BSW είναι μια διάσπαση του Die Linke, που στις βουλευτικές είχε φτάσει το 4,8%. Η Βάγκενκνεχτ άλλαξε δύο άξονες στο παλιό πρόγραμμα του Die Linke, υιοθετώντας μια σχετικά πιο αντιμεταναστευτική στάση και απορρίπτοντας τα ζητήματα των «ταυτοτήτων». Παρ’ όλη αυτή την εκλογική ανατροπή, η «δημοκρατική» κυβέρνηση του Σολτς αρνήθηκε να παραιτηθεί. Η πανωλεθρία της ηγεσίας της ΕΕ συνοδεύεται επίσης και από μία άλλη γενικότερη τάση: σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων όπως της Ιταλίας, οι σημερινές κυβερνήσεις έχουν καταψηφιστεί σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ακόμη κι αν είχαν εκλεγεί πριν ένα ή δύο χρόνια.
Σχετική ενίσχυση της ακροδεξιάς
Παρά την θρυλούμενη επέλαση της ακροδεξιάς κάτι τέτοιο δεν συνέβη, εκτός από την περίπτωση της Γαλλίας. Σε γενικές γραμμές τα ακροδεξιά κόμματα στις τωρινές ευρωεκλογές διατήρησαν ακριβώς τις δυνάμεις που είχαν και στις ευρωεκλογές του 2019. Στην Ιταλία, η Μελόνι κατόρθωσε να αυξήσει τις δυνάμεις της στο 28% από 26% που είχε πάρει στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του 2022. Τα άλλα δύο κόμματα που συγκυβερνούν μαζί της, η Λέγκα του Σαλβίνι και η Φόρτσα Ιτάλια του αποθανόντα Μπερλουσκόνι διατηρούν απλώς τις δυνάμεις τους κοντά στο 10%. Αυτή η οριακή άνοδος της Μελόνι έχει δύο βασικά αιτίες. Η Μελόνι εκμεταλλεύεται την αποστροφή απέναντι στην Κεντροαριστερά, που στην Ιταλία ήταν η κύρια δύναμη που επέβαλε τις μνημονιακές πολιτικές — αυτή είναι επίσης και η βασική αιτία για την γενικότερη άνοδο της ακροδεξιάς στην ΕΕ. Η δεύτερη αιτία είναι ότι η Μελόνι εκτός από κάποια οριακά μέτρα (νομοσχέδιο για τη μεταφορά μεταναστών στην Αλβανία, κατάργηση επιδομάτων φτώχειας ειδικά στη νότια Ιταλία, ορισμένοι περιορισμοί στο δικαίωμα στην άμβλωση κ.ά.) δεν έχει εφαρμόσει προς το παρόν την αντεργατική της πολιτική. Στην Ιταλία ανέβηκε επίσης και η Κεντροαριστερά κατά πέντε μονάδες, στο 24%.
Σημαντική άνοδο της ακροδεξιάς, και δυνητικά επικίνδυνη, έχουμε και στην Αυστρία όπου επανεμφανίστηκε με εκρηκτικό τρόπο το Κόμμα Ελευθερίας αποσπώντας το 25%. Στη Γερμανία το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) αύξησε τις δυνάμεις του στο 16% από 10% στις βουλευτικές του 2012 και στην πρώην Ανατολική Γερμανία είναι πλέον πρώτη δύναμη. Από την άλλη, στην Πολωνία όπου ηττήθηκε η ακροδεξιά στις πρόσφατες βουλευτικές, σε αυτές τις ευρωεκλογές δεν κατόρθωσε να ανακάμψει. Ενώ στην Ουγγαρία, ο Όρμπαν κατρακύλησε από το 54% των βουλευτικών εκλογών στο 44%. Μικρή αύξηση είχε και η ακροδεξιά στην Ισπανία και στο Βέλγιο (όπου υπάρχουν όμως οι γνωστές ιδιαιτερότητες γύρω από τη Φλάνδρα και Βαλλονία), αλλά στις Σκανδιναβικές χώρες οι ακροδεξιοί γνώρισαν πτώση.
Όπως και να ‘χει, η κρίσιμη αναμέτρηση για το μέλλον της ακροδεξιάς είναι μπροστά μας και θα κριθεί καταρχάς στη Γαλλία. Προς το παρόν η ακροδεξιά απολαμβάνει τον «μήνα του μέλιτος», δηλαδή την αποστροφή των μαζών προς τα κεντροδεξιά, κεντροαριστερά και ακρο-κεντρώα κόμματα, εμφανιζόμενη ως «αντισυστημική». Πουθενά όμως δεν έχει ακόμη φανεί το αποτρόπαιο πρόσωπό της.
Η ακροδεξιά αντιπροσωπεύει έναν σημαντικό κίνδυνο για το ευρωπαϊκό προλεταριάτο αλλά η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να είναι η στήριξη του «δημοκρατικού τόξου» — αυτός είναι ο καλύτερος και συντομότερος δρόμος προς την άνοδο της ακροδεξιάς όχι μόνο στην κυβέρνηση αλλά στην πολιτικο-κοινωνική επικυριαρχία της. Αντιθέτως ο μόνος δρόμος είναι οι αγώνες, η διάλυση της ΕΕ και των πολιτικών της.
Η πολιτική κατανομή των εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο
Ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός διαμορφώνεται ως εξής: Η Δεξιά (το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα) έρχεται πρώτη με 25,8%, αυξάνοντας κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα τις ψήφους της, παίρνοντας 186 έδρες (μία μόνο λιγότερο από τις προηγούμενες ευρωεκλογές) αλλά αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι δεν βρίσκεται στην κυβέρνηση σε καμία από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ. Η Κεντροαριστερά (Σοσιαλδημοκράτες και Δημοκράτες) έπεσαν στο 18,8% και 135 έδρες (έχασαν 13). Οι Πράσινοι πήραν 7,4% και 53 έδρες, δηλαδή 14 λιγότερες. Οι Φιλελεύθεροι (σε αυτούς εντάσσεται και ο Μακρόν) πήραν 11% και έχασαν 18, έχοντας πλέον μόνο 73. Η Αριστερά είχε πολύ μικρή πτώση και πήρε 5,1%, χάνοντας 4 έδρες και περιοριζόμενη στις 36. Η μία ευρωομάδα της Ακροδεξιάς, αυτή της Μελόνι, οι «Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές», αύξησαν τις έδρες τους κατά 11 φθάνοντας τις 73 και απέσπασαν ένα ποσοστό γύρω στο 10%, ίδιο με τις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2019. Η δεύτερη ευρωομάδα, αυτή της Λεπέν, «Ταυτότητα και Δημοκρατία», διατήρησε τις δυνάμεις που είχε από τις ευρωεκλογές του 2019, κοντά στο 10%, κι αυτό προσθέτοντας και το AfD που λίγο πριν τις ευρωεκλογές διαγράφτηκε από αυτή την ευρωομάδα.