50 χρόνια Μεταπολίτευση: η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» και το ΚΚΕ

kkemeta

18.9.2024

Σοφία Καζλάρη

Σταύρος Σκεύος

Απάντηση στη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιούλιος 2024)

Τον Ιούλιο, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από την πτώση της χούντας, η ΚΕ του ΚΚΕ δημοσίευσε διακήρυξη με τον χαρακτηριστικό τίτλο Για τα 50 χρόνια από την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Σε αυτή διακρίνονται μια σειρά από παραπλανητικά σημεία, που εντάσσονται στο πλαίσιο της διαρκούς αναθεώρησης της ιστορίας του εργατικού κινήματος, στην προσπάθεια του ΚΚΕ να κρύψει τη βαθιά ρεφορμιστική πολιτική του. Ο ίδιος ο τίτλος μαρτυράει τη διαρκή συντηρητική-δεξιά προσαρμογή του και την επίμονη προσπάθεια της ηγεσίας του να υπενθυμίσει, με έναν έμμεσο τρόπο, την πίστη του στους αστικούς θεσμούς.

Α. Για την πτώση της δικτατορίας

Έπαιξε, ναι ή όχι, καταλυτικό ρόλο η Εξέγερση του Πολυτεχνείου;

  1. Η διακήρυξη περιγράφει τις πολιτικές μεταβολές ως προϊόντα αποκλειστικά και μόνο των συνειδητών επιλογών της αστικής τάξης (και των αμερικάνων και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών), παραμερίζοντας σχεδόν καθολικά τον παράγοντα του εργατικού κινήματος, τις εναλλαγές στους ταξικούς συσχετισμούς δυνάμεων και την κρίση που μπορούν να δημιουργούν στις αστικές δυνάμεις και το καθεστώς τους. Αυτό γίνεται αντιληπτό με την παντελή έλλειψη της λέξης «Μεταπολίτευση» (αναφέρεται μόνο μια φορά) και την αντικατάστασή της από την «επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Αυτό δεν είναι καθόλου αθώο. Υπονοεί πολλά για το πως βλέπει το ΚΚΕ την ελληνική αστική τάξη, τη δικτατορία και κυρίως το πολιτικό βάρος της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου –στην οποία είχε αντιταχθεί με όλες τις δυνάμεις του[1]– και των αγώνων μετά το 1974. Ουσιαστικά αποθεώνει τους μηχανισμούς και τα εργαλεία της αστικής τάξης (κόμματα, πρόσωπα, ιδεολογία κ.λπ.), τα παρουσιάζει με μια απεριόριστη ικανότητα ενσωμάτωσης των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών, παντοδύναμα, άτρωτα.
  2. Η διακήρυξη κινείται εμμέσως αλλά σαφώς στη γραμμή ότι η απόφαση να τελειώσει η δικτατορία ήρθε κυρίως «από τα μέσα», από τα «σκοτεινά δωμάτια» των ΗΠΑ, των χουντικών και αστών πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων:

Στις 23 Ιούλη 1974, οι τέσσερις επικεφαλής των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων μαζί με τον χουντικό Πρόεδρο Φ. Γκιζίκη συναντήθηκαν με τον δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη και του ζήτησαν να μην μπει εμπόδιο στον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης. Ο Ιωαννίδης, αν και δεν συμφώνησε, δεσμεύτηκε να μην αντιδράσει. Επρόκειτο για την αρχή του τέλους της αστικής στρατιωτικής δικτατορίας…

Και στη συνέχεια:

Η αλλαγή στη διακυβέρνηση, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιούλη 1974, υπήρξε προϊόν συμβιβασμού ανάμεσα στην ηγεσία της στρατιωτικής δικτατορίας –που βαρυνόταν με το έγκλημα της Κύπρου– τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και αστούς πολιτικούς ηγέτες της προδικτατορικής περιόδου με προεξάρχοντα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Σε αυτή την ερμηνεία, το ΚΚΕ ουσιαστικά δεν υπολογίζει πουθενά τον παράγοντα της ταξικής πάλης και συγκεκριμένα την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αρνείται να δει ότι, παρότι άμεσα κατεστάλη και ηττήθηκε, αυτή ήταν η πραγματική «αρχή του τέλους» της δικτατορίας (αποτυχία του σχεδίου «φιλελευθεροποίησης», απομόνωση της χούντας από τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες, παροξυσμός της κρίσης στο εσωτερικό της κ.λπ.). Το ΚΚΕ συστηματικά πλέον επιχειρεί να υποβιβάσει τον ρόλο του Νοέμβρη του 1973, απαλείφοντας όσο περισσότερο μπορεί την ενοχλητική λέξη «εξέγερση» και προτάσσοντας τον πολύ πιο αόριστο χαρακτηρισμό «ξεσηκωμός.[2]

Σε αυτή την οπτική, γνήσια σύμφωνη με τη σταλινική λογική της υποκατάστασης και καταπίεσης των μαζών, οι εργαζόμενοι και η νεολαία είναι πάντα μόνο οι παθητικοί αποδέκτες των εξελίξεων, ποτέ ενεργά υποκείμενα που δρουν, αγωνίζονται ή πολύ περισσότερο πρωταγωνιστούν. Π.χ. σύμφωνα με τη διακήρυξη:

Η καταστολή του φοιτητικού και εργατικού – λαϊκού ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου ματαίωσε τα σχέδια της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης της δικτατορίας [όχι η Εξέγερση αλλά η καταστολή της ήταν αυτή που ματαίωσε τη φιλελευθεροποίηση!], ενώ η πτώση του βιοτικού επιπέδου λόγω της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης του 1973, το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η τουρκική εισβολή «απονομιμοποίησαν» τη δικτατορία στη συνείδηση ευρύτερων στρωμάτων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, αλλά και την έφθειραν απέναντι στους συμμάχους του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους (το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ κ.λπ.). [σε όλα αυτά τα σωστά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον ρόλο της ανόδου των αγώνων ιδιαίτερα από το 1972-1973 για τη διαμόρφωση μιας άλλης συνείδησης και της απονομιμοποίησης (προς τι τα εισαγωγικά; ούτε αυτή υπήρξε ακριβώς;) της δικτατορίας]

Β. Για τον ρόλο του Καραμανλή

Υπόκλιση στον αστικό μύθο του «εθνάρχη», συγκάλυψη της ρεφορμιστικής συνέργειας

  1. Είναι έπειτα επόμενο η ερμηνεία των εξελίξεων να περιστρέφεται γύρω από τις ικανότητες του Καραμανλή, όπως εύγλωττα αποτυπώνεται στη διακήρυξη:

Σε αυτές τις συνθήκες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιλέχθηκε ως η καλύτερη επιλογή για τα συνολικά συμφέροντα της αστικής τάξης, για τη διασφάλιση μιας «ομαλής» μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, για να επιτευχθεί η αναγκαία τομή, «ανανέωση» και «επανεκκίνηση» του αστικού πολιτικού συστήματος.

Αυτή η εικόνα πολύ λίγο απέχει από τους γνωστούς αστικούς μύθους, ότι ως Μεσσίας ο Καραμανλής επέβαλλε αριστοτεχνικά μια «βελούδινη μετάβαση».[3] Το ΚΚΕ έχει τοποθετηθεί και πιο ρητά: «Ο Καραμανλής ήταν από τους ελάχιστους αστούς πολιτικούς που διέθεταν κύρος στις λαϊκές μάζες, άρα και με ικανότητα ενσωμάτωσής τους, γι’ αυτό αποτελούσε την καλύτερη δυνατή λύση ελεγχόμενης μετάβασης…»[4]

Δεν είναι αλήθεια ότι ο Καραμανλής διέθετε κάποιο αόριστο «κύρος». Το παρελθόν του ήταν γνωστό στις λαϊκές μάζες (επικεφαλής του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους, είχε διαφύγει κρυφά στο Παρίσι, στη διάρκεια της δικτατορίας είχε μείνει «σιωπηλός» κ.λπ.). Οι λόγοι της επιβολής Καραμανλή όχι απλά διαφεύγουν από τη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ, αλλά κραυγάζουν ενάντια σε όλη τη γραμμή της: α) Πάνω στην πτώση της δικτατορίας, οι αστικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν ένα σοβαρό κενό, που δεν μπορούσε να καλυφθεί με μια επαναφορά των φθαρμένων και στιγματισμένων προδικτατορικών προσώπων/κομμάτων. Αυτό το κενό ήταν και αποτέλεσμα της ριζοσπαστικοποίησης μετά από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου. β) Ο Καραμανλής κυριάρχησε (έναντι άλλων λύσεων, που φαίνονταν να προκρίνονται αρχικά), επειδή ήταν η επιλογή των αμερικάνων ιμπεριαλιστών, ο βασικός/έμπιστος άνθρωπός τους. γ) Αν αυτή η «λύση» σταθεροποιήθηκε, τεράστιο μερίδιο ευθύνης έχουν οι ρεφορμιστές του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. Είχαν υποταχθεί πλήρως σε αυτή τη στρατηγική της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών. Έκαναν το παν για να φράξουν τον δρόμο στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών, ώστε να μην μετατραπεί σε ορμητική επέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις (ίσως και σε μια προεπαναστατική κατάσταση).[5] Επαναλάμβαναν τα συνθήματα «Καραμανλής ή τανκς», χτύπαγαν το εργοστασιακό και το φοιτητικό κίνημα, κατηγορούσαν όσους αντιστέκονταν μαχητικά στην καταστολή ως «προβοκάτορες», «εξτρεμιστές», «αριστεροχουντικούς» κ.ο.κ. Έγιναν έτσι αριστερά δεκανίκια του αστικού καθεστώτος, πρόσφεραν τα μέγιστα στην προσπάθεια της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών να παρουσιάσουν τον Καραμανλή ως «αλλαγμένο» και «δημοκράτη».

Γ. Υπήρξαν μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις στη Μεταπολίτευση;

Το ΚΚΕ διαγράφει τους ριζοσπαστικούς ταξικούς αγώνες μετά το 1974

  1. Επικίνδυνο συμπέρασμα της διακήρυξης (που πηγάζει από τα παραπάνω) είναι ότι οι ταξικοί αγώνες στον καπιταλισμό ουσιαστικά δεν μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές νίκες, δικαιώματα και κατακτήσεις. Όλα όσα επιτεύχθηκαν στη Μεταπολίτευση, χαρακτηρίζονται απλά και μόνο προϊόντα «αστικών εκσυγχρονισμών» κάτω από έναν δευτερεύοντα/επικουρικό ρόλο της ταξικής πάλης:

[…] η ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε με αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς […] σε αρκετές περιπτώσεις κάτω και από την πίεση των αγώνων και των αιτημάτων των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.

Όχι τυχαία, η διακήρυξη δεν κάνει λόγο για τους αποφασιστικούς αγώνες, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης 1974-1981, που επέβαλλαν και εδραίωσαν αιτήματα και κατακτήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Επιδιώκει έτσι να διαγράψει από την ιστορία του εργατικού κινήματος: Το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων / του εργοστασιακού συνδικαλισμού (με τις ριζοσπαστικές μορφές πάλης, καταλήψεις, απεργίες διαρκείας, συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής κ.λπ.). Τον σκληρό αγώνα ενάντια στον αντεργατικό ν. 330 του Λάσκαρη το 1976 (και ιδιαίτερα τις κορυφαίες συγκρούσεις, με τη συμμετοχή χιλιάδων μαζών, της 25ης Μάη 1976). Το φοιτητικό κίνημα του 1979 (που έριξε τον ν. 815 και άνοιξε τον δρόμο για να φύγει η κυβέρνηση Καραμανλή). Το ΚΚΕ υποτάχθηκε στην κυβερνητική απαγόρευση της πορείας του Πολυτεχνείου το 1980 και σιγοντάρισε την καταστολή των αγωνιστών και οργανώσεων που έσπασαν την απαγόρευση και συγκρούστηκαν κ.ά.[6] Με τη διακήρυξη, επιχειρεί άλλη μια φορά να κρύψει όλες αυτές τις διεργασίες στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος και της νεολαίας, που άλλαξαν τους συσχετισμούς για τις επόμενες δεκαετίες, μέσα από τη διαμόρφωση μιας πλατιάς αγωνιστικής πρωτοπορίας, μιας ή δύο γενιών αγωνιστών που επενέβησαν ενεργά με όλες τους τις δυνάμεις παλεύοντας για μια άλλη κοινωνία.

  1. Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ματαίωσε μόνο τα σχέδια της χούντας, της αστικής τάξης και των αμερικάνων ιμπεριαλιστών για μια ασφυκτικά ελεγχόμενη και περιορισμένη (ποσοτικά και ποιοτικά) «μετάβαση». Έδωσε σάρκα και οστά, δυνάμωσε την πίεση των μαζών για βαθιές πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, για μια ριζική ανανέωση – πίεση η οποία απελευθερώθηκε εκρηκτικά με την πτώση της δικτατορίας. Μετατόπισε προς τα αριστερά όλη την ελληνική κοινωνία, απελευθέρωσε νέες ριζοσπαστικές ιδέες σε όλα τα στρώματα. Ξερίζωσε σειρά αντεργατικών μέτρων της προηγούμενης 25ετίας, τον κορμό του μετεμφυλιακού καθεστώτος. Εξόπλισε το εργατικό, λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα με έναν πλούτο εργαλείων (επιτροπές, «νέες» μορφές πάλης όπως οι καταλήψεις κ.ά.) και με τη δύναμη να εξαπολύσουν ένα κύμα αγώνων. Ο Καραμανλής, με την πλήρη στήριξη των ιμπεριαλιστών και της αστικής τάξης, μπορεί πάνω στην πτώση της χούντας να σταθεροποίησε το αστικό καθεστώς (δεν υπήρχε εναλλακτική από την πλευρά του εργατικού κινήματος, με συντριπτική ευθύνη των ρεφορμιστών), αλλά οι «εκσυγχρονισμοί» που αναγκαστικά έκανε δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν και να αναχαιτίσουν αυτή την πίεση.
  2. Ήταν αυτοί οι αγώνες που επέβαλλαν μετά το 1974 τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις, πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα και μάλιστα μέσα σε μια περίοδο όπου είχε ήδη εκδηλωθεί η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού (μετά την είσοδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας στην περίοδο της δομικής κρίσης της το 1973). Ξεριζώθηκε ο αναχρονιστικός θεσμός της βασιλείας, σταμάτησαν οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική ζωή, τα πιστοποιητικά φρονημάτων, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, οι απαγορεύσεις των αριστερών και κομμουνιστικών οργανώσεων κ.λπ. Άλλαξε συθέμελα η διαχρονική δομή της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, που οι ρίζες της βρίσκονταν στις ήττες του 1944 και του 1936 (ή και ακόμα πιο πίσω, στην ιστορική συγκρότηση και στο χαρακτήρα του ίδιου του καπιταλισμού και του αστικού κράτους στην Ελλάδα).
  3. Ακόμα παραπέρα, η ελληνική κοινωνία μεταμορφώθηκε σε προοδευτική κατεύθυνση: α) Το Σύνταγμα του 1975, προϊόν αυτών των ταξικών συσχετισμών, αποτελεί έως και σήμερα ένα από τα πιο προοδευτικά της ελληνικής ιστορίας. β) Αναγνωρίστηκαν βασικές κοινωνικές ανάγκες, όπως η εκπαίδευση και η υγεία, και στην πορεία επεκτάθηκε σημαντικά ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας τους. γ) Οι συνδικαλιστικές και εργατικές κατακτήσεις ήταν πρωτόγνωρες, π.χ. η αύξηση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου, καθώς και ένας πραγματικός εκδημοκρατισμός του συνδικαλιστικού κινήματος.[7] Ιδιαίτερα το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού μπορεί μεν να ηττήθηκε από την καταστολή και από τη σύμπραξη δυνάμεων αστικών (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) και ρεφορμιστικών (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ.), όμως άφησε ένα ισχυρό αποτύπωμα, που καρπός του είναι και ο αρκετά σημαντικός ν. 1264/1982 (για τα ελληνικά συνδικαλιστικά δεδομένα), με τον οποίο σε πολύ μεγάλο βαθμό κατοχυρώθηκαν κάποιες συνδικαλιστικές ελευθερίες. δ) Η ελληνική κοινωνία έγινε πιο προοδευτική και ανεκτική, χτυπήθηκε ο πατριαρχικός χαρακτήρας της οικογένειας, βελτιώθηκε ο σεβασμός των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού. ε) Υπήρξε μια μεγάλη πολιτιστική άνθιση (θέατρο, κινηματογράφος, μουσική κ.ά.).[8]
  4. Αυτές οι κατακτήσεις έκαναν τη Μεταπολίτευση σίγουρα την καλύτερη περίοδο που έχουν βιώσει οι εργαζόμενοι, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και η νεολαία στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Σίγουρα δεν χρειάζονται αυταπάτες ούτε ανατράπηκε ο καπιταλισμός – μήπως όμως εν τέλει, σύμφωνα με τη διακήρυξη, δεν άξιζε ιδιαίτερα να παλέψουμε για όλα αυτά, μιας και στο βάθος δεν ήταν παρά «αστικοί εκσυγχρονισμοί» και καραδοκούσε η «ενσωμάτωση»; Αποτελεί εκχυδαϊσμό ότι όλα τα παραπάνω (υπάρχουν πολύ περισσότερα) είναι απλά «παραχωρήσεις» ή πολύ περισσότερο «αστικοί εκσυγχρονισμοί». Και όποιος το ισχυρίζεται, μάλλον απέχει έτη φωτός από την πραγματική ιστορία, τους αγώνες των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας και τις ανάγκες του εργατικού κινήματος.[9]
  5. Άλλωστε το ΚΚΕ από τη μια γενικολογεί ότι στη Μεταπολίτευση συνεχίσαμε να έχουμε καπιταλισμό, από την άλλη έχει αναγκαστεί να παραδεχτεί (χωρίς να μεταβάλλει τη ρεφορμιστική/αντεπαναστατική πολιτική του) πως ούτε το ίδιο πάλευε για την ανατροπή του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τη διακήρυξη,

[…] καλλιεργήθηκαν αυταπάτες αρχικά για τον ρόλο του ΠΑΣΟΚ και τη διεκδίκηση ρυθμιστικού ρόλου στο αστικό πολιτικό σύστημα. Στη συνέχεια, αυταπάτες καλλιεργήθηκαν […] με την πρόκριση της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού (1989) […]

και ακόμα:

[…] η στρατηγική του ΚΚΕ συνέχιζε να μην αμφισβητεί την αναγκαιότητα μετάβασης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλλά την ενέτασσε στη στρατηγική των σταδίων, στη διεκδίκηση δημοκρατικής κυβέρνησης σε αστικό έδαφος, με ρόλο του ΚΚΕ σε αυτήν.[10]

Με απλά λόγια: αν δεν αμφισβητήθηκε πιο πλατιά και ευθεία το καπιταλιστικό σύστημα, αυτό δεν ένα ατύχημα ή μια αντικειμενική εξέλιξη της ιστορίας, αλλά το ΚΚΕ ήταν συνυπεύθυνο και συνένοχο γι’ αυτό.

  1. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με το πνεύμα της διακήρυξης, οι μεγάλες κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης αντικειμενικά ενοχοποιούνται ως υπεύθυνες για την «ενσωμάτωση» των μαζών στο αστικό καθεστώς. Στην πραγματικότητα, όποια τέτοια «ενσωμάτωση» επιτεύχθηκε (γενικά, σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό,τι περιγράφει/ισχυρίζεται το ΚΚΕ, που δεν παραδέχεται τη δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού μετά το 1973), είναι πολύ περισσότερο αποτέλεσμα των ηττών που φόρτωσαν στο εργατικό κίνημα οι ρεφορμιστές του ΚΚΕ (και του ΚΚΕ εσ.): αρχικά με την υποταγή τους στον Καραμανλή, έπειτα με την πολιτική ουράς τους απέναντι στο ΠΑΣΟΚ («μορατόρια» στο εργατικό κίνημα, γραμμή για «πραγματική αλλαγή», θέσεις για αταξική «ανάπτυξη» κ.λπ.) και βέβαια με τη συμμετοχή τους στις αστικές συγκυβερνήσεις του 1989.[11]

Δ. Η ιστορία των αγώνων και των κατακτήσεων δεν διαγράφεται

Ο ρόλος της άκρας-επαναστατικής αριστεράς – Η ρεφορμιστική «αποκατάσταση» του ΚΚΕ

  1. Η διακήρυξη δεν έχει κάνει μια λάθος ανάγνωση της ιστορίας, ούτε έχει πέσει άθελα της σε αντιφάσεις. Αυτές οι αναλύσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ είναι συνειδητές. Οι λόγοι σήμερα είναι κατά βάση οι εξής:

α) Η παραχάραξη της ιστορίας του εργατικού κινήματος από το ΚΚΕ, ειδικότερα των ριζοσπαστικών ταξικών και κοινωνικών αγώνων της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης (ίδια είναι ουσιαστικά η στάση του μέχρι και σήμερα). Ώστε να συγκαλύψει ότι τους πολέμησε με όλες τις δυνάμεις του, ότι συκοφάντησε, χτύπησε κ.λπ. ό,τι δεν έλεγχε και ιδιαίτερα στα αριστερά του. Και ακόμη, επειδή στην αιχμή του δόρατος αυτών των αγώνων βρέθηκαν οι δυνάμεις της άκρας και επαναστατικής αριστεράς, μιας πλατιάς πρωτοπορίας αγωνιστών, εργαζόμενων και νέων που επηρεάζονταν απ’ αυτή. Αυτοί που στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης όχι μόνο πολλές φορές αμφισβήτησαν έμπρακτα την πολιτική του ΚΚΕ, αλλά συχνά κατόρθωσαν να το υπερφαλαγγίσουν, συμβάλλοντας στις πιο καθοριστικές στιγμές και νίκες του εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος.[12]

β) Με την «αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα» του ΚΚΕ και ιδιαίτερα μετά από το 19ο Συνέδριο (2013), ο σταλινικός ρεφορμισμός του όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε αλλά αποκρυσταλλώθηκε σε μια «αριστερίστικη» ρητορική και γραμμή, όπου τα πάντα παραπέμπονται σε μια Αποκάλυψη, στην «εργατική-λαϊκή εξουσία» σε ένα ακαθόριστο μέλλον. Η μανία των ρεφορμιστών να καταστέλλουν κάθε ριζοσπαστικοποίηση και κάθε δυνατότητα επαναστατικών διεργασιών δεν είναι ατύχημα αλλά πολιτική/τακτική και μια υπηρεσία στην αστική τάξη και το κράτος της.[13]

γ) Η πολιτική πρακτική του ΚΚΕ τα τελευταία χρόνια κινείται τόσο συντηρητικά ή και εχθρικά προς το κίνημα, ώστε χρειάζεται αυτή τη δήθεν «ταξική καθαρότητα» ως άλλοθι. Είναι γνωστά σε όλους τα «επιχειρήματα», οι μικρές και μεγάλες παλινωδίες, απάτες και προδοσίες στην καθημερινή στάση του ΚΚΕ μέσα σε κινητοποιήσεις, συνελεύσεις, σωματεία και συλλόγους κ.λπ. Όπως π.χ. ότι «όποιος μιλάει για αντισυνταγματικό πραξικόπημα παράκαμψης του άρθρου 16 σπέρνει αυταπάτες», «δημόσιο ή ιδιωτικό, πάλι καπιταλισμό έχουμε» (άρνηση πάλης για την εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων κ.ά.) – και βέβαια κινήσεις όπως υπερψήφιση του επιδόματος 600 ευρώ στους μηχανισμούς καταστολής. Η ζημιά για το εργατικό, φοιτητικό κ.λπ. κίνημα είναι μεγάλη, καθώς καθηλώνεται σε κινητοποιήσεις «συμβολικές» ή διάσπαρτες, χωρίς επικέντρωση σε μάχιμους πολιτικούς στόχους πάλης (μεταβατικά αιτήματα) – που είναι ο μόνος τρόπος έμπρακτης προετοιμασίας μιας μαζικής ανόδου της ταξικής συνείδησης και αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος. Με πιο απλά λόγια: μοναδική στρατηγική του ΚΚΕ είναι η εκλογική ενίσχυσή του.

Ε. Η εποχή των ιστορικών αναθεωρήσεων

Η συντηρητική-δεξιά προσαρμογή του ΚΚΕ

  1. Η αστική τάξη και οι πολιτικοί-ιδεολογικοί της εκπρόσωποι, με πρωταγωνιστή σήμερα την κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχουν βαλθεί να ξεριζώσουν τις παραδόσεις και τις παρακαταθήκες του εργατικού κινήματος και μαζί να σπάσουν τη ραχοκοκαλιά των κατακτήσεων, πράγμα που άλλωστε διακηρύσσουν ανοιχτά ως «τέλος της Μεταπολίτευσης».[14] Σε αυτή την επιχείρηση, εξέχουσα θέση έχει το ξαναγράψιμο της ιστορίας. Από τη μια, οι ίδιοι προσπαθούν να παρουσιαστούν ως ο μοναδικός θεματοφύλακας της «δημοκρατίας» και κάθε έννοιας «προόδου», ως αυτοί που ξεριζώνουν τις «παθογένειες» της Μεταπολίτευσης και την «ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς», που κάνουν την Ελλάδα «μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα» κ.λπ. Από την άλλη, επιδιώκουν να εξαφανίσουν από την ιστορία την ταξική πάλη.

Η αστική τάξη είναι αναγκασμένη να οξύνει επιθετικά αυτή την παραχάραξη της ιστορίας εξαιτίας και της χειροτέρευσης της κρίσης του συστήματος. Έτσι, δεν επαναλαμβάνονται μόνο οι γνωστοί μύθοι (το Πολυτεχνείο ήταν μια φοιτητική εξέγερση, με την πτώση της χούντας αποκαταστάθηκε η (αστική) «δημοκρατία» κ.λπ.) αλλά υπάρχει μια επανάκαμψη/αναβίωση των φιλοχουντικών/ακροδεξιών σκουπιδιών και της ρητορικής τους: αμφισβήτηση του εορτασμού του Νοέμβρη του 1973, δηλώσεις για την πανεπιστημιακή αστυνομία «όπως στη χούντα» (Α. Συρίγος), αντισυνταγματική παραβίαση του άρθρου 16 του Συντάγματος ως «αναχρονιστικό» και «μη συμβατό με την ΕΕ» ώστε να επιβληθούν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια κ.ά.

Αυτή η αστική επίθεση πιέζει αντικειμενικά τους ρεφορμιστές, για τους οποίους η ενσωμάτωση στο αστικό καθεστώς και η υπεράσπισή του είναι στρατηγικός και υπαρξιακός στόχος. Με τη γραμμή της διακήρυξης της ΚΕ (δηλαδή ότι όλη η Μεταπολίτευση συνοψίζεται στην «αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας» και έπειτα στους «αστικούς εκσυγχρονισμούς»), το ΚΚΕ βαδίζει φρόνιμα σε αυτό τον δρόμο. Ακολουθεί την ιδεολογική επίθεση της αστικής τάξης, υποκλίνεται σε αυτή, στις τάσεις συντηρητικοποίησης και ιστορικού αναθεωρητισμού που καλλιεργούνται συστηματικά. Είτε επειδή δεν μπορεί να αντιτάξει μια επαναστατική πολιτική (πως άραγε θα μπορούσε, όταν διαρκώς χαρακτηρίζει τις μάζες «ενσωματωμένες» ή τις βλέπει να «δυναμώνουν» μόνο όταν ενισχύεται εκλογικά το ίδιο;). Είτε επειδή θεωρεί ότι, με τη συνολική κρίση του αστικού πολιτικού σκηνικού, έχει ευκαιρίες να αρπάξει επιπλέον κομμάτια από την εκλογική πίτα.

  1. Τέλος, να σημειώσουμε ότι στη διακήρυξη, το ξαναγράψιμο της ιστορίας από την ΚΕ του ΚΚΕ παίρνει σβάρνα μια σειρά από θέματα. Π.χ. επαναλαμβάνεται η γνωστή (δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ) και τραγελαφική υποτίμηση της μνημονιακής κρίσης/χρεοκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού και τα Μνημόνια, δεν αναγνωρίζεται καμία δομική κρίση, καμία πολιτική κρίση κ.λπ.[15]

Προκαλεί ωστόσο ιδιαίτερη εντύπωση το εξής: η διακήρυξη επικαλείται μια «συνέχεια» μεταξύ της προδικτατορικής περιόδου, της δικτατορίας και της μεταδικτατορικής περιόδου. Ένας τέτοιος τρόπος ανάλυσης, τυπικά άψογος (σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, βρισκόμαστε πράγματι κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης) είναι τόσο αφηρημένος, ώστε γίνεται επικίνδυνος:

Η νέα μορφή διακυβέρνησης μέσα στη συνέχεια της καπιταλιστικής εξουσίας (από τη μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην αστική στρατιωτική δικτατορία και πάλι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία της λεγόμενης Μεταπολίτευσης) […]

Ποια ήταν αυτή η «μετεμφυλιακή αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία», την οποία σύμφωνα με τη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ την «επανέφεραν» μετά από τη δικτατορία; Αυτό άλλωστε δεν ισχυρίζεται και η αστική τάξη, ότι «αποκαταστάθηκε η δημοκρατία»;

Το «μαύρο» μετεμφυλιακό κράτος ήταν, ως γνωστόν, ένα καθεστώς σκληρά αντικομμουνιστικό, όπου κυριαρχούσε μια διαρκής κατάσταση «εξαίρεσης» και «έκτακτης ανάγκης» σε βάρος του εργατικού και επαναστατικού κινήματος (πιστοποιητικά φρονημάτων, ειδική κατασταλτική νομοθεσία και «παρασύνταγμα»,[16] στρατοδικεία, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, εκτελέσεις κ.λπ.). Να παρουσιάζεις αυτή την ιστορική πραγματικότητα απλά ως μια «μετεμφυλιακή» αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία (όπου αργότερα υπήρξε μια «μεταδικτατορική»), ως απλό κρίκο μιας αέναης «συνέχειας»,[17] σημαίνει, πρώτον, να την εξωραΐζεις αναδρομικά, δεύτερο, να αποκοιμίζεις τους εργαζόμενους και τη νεολαία, να τους αφήνεις απροετοίμαστους για την ανάγκη μαχητικής υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών. Μάλιστα σε συνθήκες όπου η χειροτέρευση της κρίσης του συστήματος οδηγεί σε διαρκή σκλήρυνση της κρατικής καταστολής (με νέα Κράτη Έκτακτης Ανάγκης, βοναπαρτισμούς, πολιτικά, θεσμικά, κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα κ.λπ.) και συνολικά των όρων της ταξικής πάλης.

[1] Αναλυτικά Σωφρόνης Παπαδόπουλος, Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου, εκδ. Εργατική Πάλη (2020).

[2] Αυτό γίνεται στις τρεις φορές που η διακήρυξη αναφέρεται στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Έχει προηγηθεί η «θεωρητικοποίηση» αυτής της προσπάθειας με το βιβλίο της ΚΕ του ΚΚΕ Πολυτεχνείο – Νοέμβρης 1973. Έμπνευση, γνώση και στήριγμα για τους λαϊκούς ξεσηκωμούς (2023). Αναλυτική απάντηση στο Σωφρόνης Παπαδόπουλος, «Εξέγερση του Πολυτεχνείου: 50 χρόνια ψέματα και συκοφαντίες», okde.gr, 12.12.2023.

[3] Ενδεικτικά Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990, εκδ. Θεμέλιο (2008).

[4] Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δικτατορία 1967-1974, εκδ. Σύγχρονη Εποχή (2017), σελ. 293-294.

[5] Η διακήρυξη την παραδέχεται παρεκβατικά ή ίσως και κατά λάθος: «Τον φόβο μιας πιο ενεργούς και αποφασιστικής παρέμβασης του εργατικού-λαϊκού παράγοντα συμμερίζονταν και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις.» Στην πραγματικότητα, αν υπήρχε μια άλλη ηγεσία και προετοιμασία του εργατικού κινήματος, ήταν εφικτό το κενό της αστικής εξουσίας να εξελιχτεί σε άνοιγμα προς μια κατάσταση προεπαναστατική ή και επαναστατική. Αυτή η δυνατότητα επιβεβαιώνεται και από την εξαπόλυση της Επανάστασης των Γαρυφάλλων πάνω στην πτώση δικτατορίας στην Πορτογαλία την ίδια περίοδο (1974). Η διακήρυξη, τυπικά σταλινική, δεν ασχολείται με το διεθνές πλαίσιο της κορύφωσης εκείνη την περίοδο του επαναστατικού κύματος 1965-1975.

[6] Χωρίς να μπορούμε να επεκταθούμε εδώ, είναι γνωστή η στάση του ΚΚΕ: Πολέμησε λυσσασμένα το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Χαρακτήριζε «αριστεροχουντικούς» τους αγωνιστές της άκρας και επαναστατικής αριστεράς. Οργάνωσε επιθέσεις στους διαδηλωτές που πάλευαν ενάντια στον ν. 330. Έστειλε «ομάδες κρούσης» (τα λεγόμενα ΚΝΑΤ) να ξυλοκοπήσουν όσους είχαν καταλάβει το Χημείο το 1979. Και πολλά ακόμα, βλ. π.χ. την καταγραφή/τεκμηρίωση σε Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών, Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται, δεν εξαγοράζονται, δεν δικαιώθηκαν (1983).

[7] Μέχρι τότε ελεγχόταν ασφυκτικά από το κράτος και αντιμετώπιζε διαρκείς επεμβάσεις στο εσωτερικό του (συνδικαλιστικό της ασφάλειας, διάλυση και διώξεις σωματείων κ.λπ.).

[8] «50 χρόνια Μεταπολίτευση – Οι κατακτήσεις που εξανθρώπισαν την ελληνική κοινωνία», Εργατική Πάλη, Ιούλιος-Αύγουστος 2024.

[9] Το ίδιο ερώτημα, που εκθέτει την ΚΕ, θα μπορούσε να τεθεί σχετικά με την ίδια τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και των κομμουνιστικών οργανώσεων: «Από την πλευρά του, το αστικό πολιτικό σύστημα, στην προσπάθεια αναμόρφωσής του, δεν μπορούσε να αγνοήσει την υποχώρηση του αντικομμουνισμού στις εργατικές – λαϊκές δυνάμεις […]» (από τη διακήρυξη). Πως υποχώρησε ο αντικομμουνισμός, αν όχι μέσα από τους ταξικούς αγώνες και, κυρίως, επειδή τσακίστηκε από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου; Είναι η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών οργανώσεων κυρίως ένα «δώρο ενσωμάτωσης» της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών ή, ακόμα χειρότερα, ένας «αστικός εκσυγχρονισμός» σχεδόν αδιάφορος για τους αγωνιστές, μιας και παραμένουμε «στο έδαφος του καπιταλισμού»; Θα ήταν μήπως καλύτερα να μην έχει γίνει ή να την αρνηθούμε, ώστε να… ωριμάσει η ταξική συνείδηση και οι επαναστατικές συνθήκες; Αυτή η άρνησης της πάλης για σοβαρές κατακτήσεις (υπαρκτές μεταρρυθμίσεις ως υποπροϊόντα του επαναστατικού ταξικού αγώνα) οδηγεί στον πιο ακραίο υπεραριστερισμό και μαξιμαλισμό – χαρακτηριστικό σήμερα της «καθαρότητας» της ηγεσίας του ΚΚΕ.

[10] Αυτές οι παραδοχές υπάρχουν σε πληθώρα κειμένων του ΚΚΕ μετά το 2013. Το πιο χαρακτηριστικό είναι του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ, «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ – Αντιφάσεις και επιβεβαιώσεις από την πορεία της πάλης με τον οπορτουνισμό», ΚΟΜΕΠ, 2013, τ. 6 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος).

[11] «35 χρόνια από τις συγκυβερνήσεις του 1989», Εργατική Πάλη, Σεπτέμβριος 2024.

[12] Σωφρόνης Παπαδόπουλος – Βαγγέλης Κιτσώνης, «Η αναγκαιότητα μιας ‘άλλης Αριστεράς’, της επαναστατικής», Εφημερίδα των Συντακτών, 2.7.2024

[13] Χρήστος Ζάκας – Βασίλ Ζόγκα – Σωφρόνης Παπαδόπουλος, Το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ – Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, σειρά Τετράδια Εργατικής Πάλης, ν. 21, (2014). Ένας από τους βασικούς λόγους έντασης αυτής της εκστρατείας της κομματικής γραφειοκρατίας από το 2013 ήταν η προσπάθεια συγκράτησης δυνάμεων, καθώς το ΚΚΕ είχε βρεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων της πρώτης μνημονιακής περιόδου («κοινωνικός πόλεμος» 2010-2012, υπερφαλάγγισή του για πρώτη φορά από τον ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.).

[14] Αν πρόκειται κυρίως για «αστικούς εκσυγχρονισμούς», ίσως τελικά δεν αποτελεί και τόσο επιτακτικό καθήκον η πάλη για την υπεράσπισή τους, πάντα «στο έδαφος του καπιταλισμού»… Η γραμμή της διακήρυξης της ΚΕ του ΚΚΕ οδηγεί έτσι σε παράλυση και απονεύρωση και κάθε σοβαρού αμυντικού αγώνα των εργαζομένων και της νεολαίας.

[15] Βλ. αναλυτικά Το 19ο Συνέδριο…, ό.π.

[16] Η «νομοθεσία των βαρβάρων», όπως έχει χαρακτηριστεί εύστοχα.

[17] Αυτή η άποψη έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα και στο βιβλίο του Μάκη Μαϊλη (παλιότερου ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ), Το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα από το 1950 έως το 1967, εκδ. Σύγχρονη Εποχή (2014). Μια τέτοια ισοπεδωτική λογική «ίσων αποστάσεων», δήθεν «ταξική» και μαρξιστικά «ορθόδοξη», χαρακτηρίζει σήμερα τη στάση του ΚΚΕ σε πολλά κρίσιμα θέματα (π.χ. σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις).