Σε τεντωμένο σκοινί η εκεχειρία στη Γάζα

Αναδημοσίευση από την Εργατική Πάλη Μαρτίου 2025
Στις 28 Φεβρουαρίου έληξε η πρώτη φάση της συμφωνίας εκεχειρίας μεταξύ της Χαμάς και της κυβέρνησης Νετανιάχου που πάμπολλες φορές κινδύνευσε να τιναχτεί στον αέρα εξαιτίας των συνεχών υπαναχωρήσεων και παραβιάσεων του σιωνιστικού καθεστώτος. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στις πιέσεις των ακροδεξιών εταίρων του στην κυβέρνηση για συνέχιση της γενοκτονίας, στο αντιπολεμικό αίσθημα της ισραηλινής κοινωνίας και τις απαιτήσεις της νέας αμερικανικής κυβέρνησης για διατήρηση της εκεχειρίας, ο Νετανιάχου προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και ο Τραμπ δίνει χείρα βοηθείας.
Διαρκείς παραβιάσεις της εκεχειρίας – Στο στόχαστρο η Δ. Όχθη
Από χίλια κύματα πέρασαν οι έξι εβδομάδες της πρώτης φάσης με τη σιωνιστική κυβέρνηση να επινοεί προφάσεις για να παραβιάσει τα συμφωνηθέντα: Καθυστέρησε επανειλημμένα την απελευθέρωση των 1.500 παλαιστίνιων φυλακισμένων (από τους 10.500 που σαπίζουν στις ισραηλινές φυλακές). Εμποδίζει την ανθρωπιστική βοήθεια. Μόλις το 50% των τροφίμων, φαρμάκων, καυσίμων, που είχαν συμφωνηθεί, έχουν εισέλθει στη Λωρίδα, μόνο 53.000 από τις 200.000 σκηνές, ούτε μία από τις 60.000 κινητές κατοικίες και κανένα από τα βαρέα μηχανήματα για την απομάκρυνση των ερειπίων. Χιλιάδες άνθρωποι αδυνατούν να επιβιώσουν. Στην πραγματικότητα οι σιωνιστές επιχειρούν, καταρχάς, να επισκιάσουν τη σημαντική στρατηγική ήττα που σηματοδοτούν για το καθεστώς τους τόσο η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων από το διάδρομο Νετζαρίμ (που χωρίζει τη Γάζα στη μέση) όσο και η επιστροφή χιλιάδων Παλαιστινίων στις ισοπεδωμένες περιοχές τους. Επιχειρούν, επίσης, να παρατείνουν τη συλλογική τιμωρία του πληθυσμού της Γάζας και ν’ αποτρέψουν με κάθε τρόπο την επανεγκατάστασή τους.
Ήδη από το καλοκαίρι, κυρίως όμως μετά την ανάληψη της εξουσίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, στη Δυτική Όχθη και κυρίως στη Τζενίν και το Τουλκαρέμ λαμβάνει χώρα μια ευρείας κλίμακας επιχείρηση: 40.000 άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί, εκατοντάδες δολοφονούνται ή φυλακίζονται, ολόκληρες περιοχές ισοπεδώνονται, δεν υπάρχει πρόσβαση σε καθαρό νερό, τροφή, ιατρική περίθαλψη και στέγη και για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια έχουν αναπτυχθεί ισραηλινά άρματα μάχης που προετοιμάζονται για μακροχρόνια παραμονή.
Η στήριξη και η ατζέντα Τραμπ
Τα δείγματα γραφής της διακυβέρνησης Τραμπ σε σχέση με τη Μέση Ανατολή ήταν αρκετά σαφή από την πρώτη στιγμή. Οι χαριεντισμοί με τον Νετανιάχου, πρώτο επίσημο επισκέπτη του νέου προέδρου στον Λευκό Οίκο, συνοδεύτηκαν από 1 δισ. δολάρια σε στρατιωτικό υλικό (πρόσφατα προστέθηκαν άλλα 4 δισ.) και τις ανεκδιήγητες ανακοινώσεις για κατάληψη της Γάζας από αμερικανικά στρατεύματα, ανοικοδόμηση και μετατροπή της σε νέα Ριβιέρα, μετεγκατάσταση του πληθυσμού της σε γειτονικές χώρες (Αίγυπτο, Ιορδανία) για «ανθρωπιστικούς λόγους» και απαγόρευση επιστροφής τους (μετεξέλιξη του σχεδίου για εκτοπισμό των Παλαιστινίων της Γάζας στο Σινά). Υπάρχει άλλωστε το προηγούμενο της πρώτης θητείας του Τραμπ που όχι μόνο αναγνώρισε την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ, όχι μόνο χαρακτήρισε τα υψώματα του Γκολάν ισραηλινό έδαφος (όχι πια κατεχόμενα) αλλά και άνοιξε τη συζήτηση, την παραμονή της υπογραφής των Συμφωνιών του Αβραάμ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Μαρόκο, για την προσάρτηση στο Ισραήλ εδαφών της Δ. Όχθης. Βέβαια, έκανε πίσω, μόνο όμως αφού εξασφάλισε, ως αντάλλαγμα, συμφωνίες ειρήνης αυτών των αραβικών χωρών με το Ισραήλ.
Στις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης Τραμπ φαίνεται να είναι το κλείσιμο μετώπων και η επικέντρωση στο βασικό αντίπαλο των αμερικανικών συμφερόντων, την Κίνα. Μέρος αυτού του σχεδίου είναι η αναβίωση των Συμφωνιών του Αβραάμ, δηλαδή η εξομάλυνση-σύσφιξη των σχέσεων με τις αραβικές χώρες και κυρίως τη Σαουδική Αραβία (που απομακρύνεται από την αγκαλιά των ΗΠΑ και έχει προσχωρήσει στους BRICS). Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν μπορεί να προχωρήσει όσο συνεχίζεται η γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Επαναλαμβάνοντας, λοιπόν, την ιστορία, η υποχώρηση της αμερικανικής κυβέρνησης από ένα τέτοιο «μεγαλόπνοο» σχέδιο – που κατηγορηματικά απορρίπτουν όλα τα αραβικά καθεστώτα, ακόμα και τα φιλο-αμερικανικά, συμπεριλαμβανομένης της Αιγύπτου και της Ιορδανίας – θα μπορούσε να αποτελέσει μια δικαιολογία που θα διευκόλυνε τα αραβικά καθεστώτα να αποδεχτούν μια συμφιλίωση με το Ισραήλ. Προϋπόθεση, βέβαια είναι να συνδυαστεί με μια τουλάχιστον κατάπαυση πυρός διαρκείας, αν δεν μπορεί να επιτευχθεί κάτι μονιμότερο.
Αυτό είναι και το μόνο στο οποίο πιέζει ο Τραμπ τον Νετανιάχου, προσπαθώντας παράλληλα να βοηθήσει την πολιτική του επιβίωση, εφόσον εξυπηρετεί τις επιδιώξεις των αμερικανικών συμφερόντων. Το τελευταίο επεισόδιο αυτής της βοήθειας είναι η πρόταση του αμερικανού διαπραγματευτή Στιβ Γουίτκοφ να παραταθεί η πρώτη φάση της εκεχειρίας μέχρι το τέλος του Ραμαζανιού και του εβραϊκού Πάσχα (μέσα Απρίλη), οπότε και να ξεκινήσει η δεύτερη φάση της εκεχειρίας που έπρεπε να έχει ξεκινήσει την 1η Μαρτίου (προβλέπει αποχώρηση όλων των ισραηλινών στρατευμάτων και τερματισμό του πολέμου στη Γάζα). Το σιωνιστικό καθεστώς έσπευσε, φυσικά, να υιοθετήσει την πρόταση εκβιάζοντας τη Χαμάς να κάνει το ίδιο και ανακοινώνοντας αναστολή της εισόδου της ανθρωπιστικής βοήθειας μέχρι τότε.
Ο Νετανιάχου θα επιδιώξει να πιέσει για την απελευθέρωση των υπόλοιπων ομήρων και τη δημιουργία τετελεσμένων στη Δ. Όχθη. Θα επιχειρήσει επίσης να μεταστρέψει την ισραηλινή κοινή γνώμη που κατά 67% θέλει τη συνέχιση της εκεχειρίας και να αποφύγει τη διάλυση της κυβέρνησης συνασπισμού της οποίας ηγείται.
Οι κινήσεις της Χαμάς και των δυνάμεων της παλαιστινιακής αντίστασης θα συνεχίσουν αναμφίβολα να είναι προσεκτικές και αποφασιστικές, όπως μέχρι τώρα, παρά τη δύσκολη συγκυρία. Δικό μας καθήκον εξακολουθεί να είναι να μην αφήσουμε ανυπεράσπιστο τον ηρωικό παλαιστινιακό λαό.