Εικόνες, Αναγνώσεις, “Παραναγνώσεις” (του Δημήτρη Κατσορίδα)

ΕΙΚΟΝΕΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ, «ΠΑΡΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ»


Μια συνάντηση με τη γενιά του 1930 είναι η Έκθεση Ζωγραφικής, με τίτλο, «Παραναγνώσεις», του Ηλία Παπανικολάου (στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, 27 Ιουνίου – 9 Σεπτεμβρίου 2018). Και γιατί Παραναγνώσεις; Μάλλον, επειδή είναι μια άλλη ανάγνωση των καλλιτεχνικών έργων της γενιάς του ’30.

Επη­ρε­α­σμέ­νος λοι­πόν από αυτή, δη­λα­δή με τις πα­ρα­δό­σεις, τα ρεύ­μα­τα, τα κι­νή­μα­τα και τους καλ­λι­τέ­χνες, συ­νο­μι­λεί μαζί της (με τον μο­ντερ­νι­σμό, το συμ­βο­λι­σμό, τη γε­ω­με­τρι­κή διά­στα­ση κλπ.), με τη δια­φο­ρά ότι τα δικά του έργα, αγ­γί­ζουν πιο πολύ τον ση­με­ρι­νό πραγ­μα­τι­κό κόσμο.

Δεν είναι τυ­χαίο, λοι­πόν, που ανά­με­σα στους πί­να­κες του Πα­πα­νι­κο­λά­ου πα­ρεμ­βάλ­λο­νται και κά­ποιοι πί­να­κες αυτής της γε­νιάς, όπως του Στέρη, του Λύτρα και κυ­ρί­ως του Παρ­θέ­νη. Όπως επι­ση­μαί­νει ο ιστο­ρι­κός τέ­χνης Πα­να­γιώ­της Πα­πα­δό­που­λος, βλέ­που­με τον Πα­πα­νι­κο­λά­ου να πα­ρα­τη­ρεί τα έργα της γε­νιάς του ’30 και «ταυ­τό­χρο­να να προ­χω­ρά­ει ο ίδιος στη δική του ει­κό­να του κό­σμου, δια­τη­ρώ­ντας εμ­φα­νώς, αλλά κυ­ρί­ως μη εμ­φα­νώς, μνη­μο­νι­κές ει­κό­νες που σε κά­ποιο ση­μείο του έργου τις βλέ­που­με να πα­ρου­σιά­ζο­νται μπρο­στά μας, να δη­λώ­νο­νται αθώα και αδιά­φο­ρα. Αυτές τις φαι­νο­με­νι­κά αθώες ει­κό­νες –που κατ’ ουσία δεν είναι κα­θό­λου αθώες– που περ­νά­νε απα­ρα­τή­ρη­τες από μπρο­στά μας γί­νε­ται το θέμα της έκ­θε­σης».

Όμως, τα έργα είναι ταυ­τό­χρο­να μια συ­νά­ντη­ση με την παι­δι­κό­τη­τά του, όπως λέει ο ίδιος ο καλ­λι­τέ­χνης, και ιδιαί­τε­ρα από τα παι­δι­κά του κα­λο­καί­ρια, και γι’ αυτό οι ανα­πα­ρα­στά­σεις είναι  εμπνευ­σμέ­νες από την επαρ­χία και τα νησιά, και πιο πολύ από την Ήπει­ρο και τις Κυ­κλά­δες.

Επί­σης, δεν είναι τυ­χαίο που τα πε­ρισ­σό­τε­ρα έργα του έχουν ένα κα­λο­και­ρι­νό πε­ριε­χό­με­νο. Οι τί­τλοι είναι εν­δει­κτι­κοί: «Στη λευκή άμμο», «Ορί­ζο­ντες», «Δέ­ντρο», «Πεύκο», «Πα­νο­ρα­μι­κό», «Φυλ­λω­σιά», «Ροή», «Τρία γυμνά» με λουό­με­νες, «Νυ­χτε­ρι­νή Παν­δαι­σία», αλλά και έργα που συ­νά­δουν και με υπαρ­ξια­κά ζη­τή­μα­τα, σχε­τι­κά με τη ζωή (του) όπως το «Πάρτυ 2011», το οποίο φτιά­χτη­κε στα πρώτα χρό­νια της κρί­σης και των μνη­μο­νί­ων ή το «Κα­φε­δά­κι», η «Ερω­μέ­νη», το «Memories».

Τα έργα του έχουν μια θε­α­τρι­κό­τη­τα και απο­πνέ­ουν μια εσω­τε­ρι­κό­τη­τα και μια ηρε­μία (πα­ρα­λί­ες, αμ­μου­διές, δέ­ντρα, ήλιος, κα­τα­γά­λα­νες θά­λασ­σες, ωραί­ες βρα­διές, πα­ρέ­ες, ανε­με­λιά, αιώ­ρη­ση, ελευ­θε­ρία, έρω­τας). Δί­νουν μια αι­σιό­δο­ξη νότα, με μια πα­ρου­σία στο Εδώ και Τώρα, και ταυ­τό­χρο­να μια ανά­γκη για από­δρα­ση, χωρίς να αρ­νεί­ται το κοί­ταγ­μα στην άμεση τρυ­φε­ρό­τη­τα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας (με τις καλές ή κακές στιγ­μές, με τις ανα­μνή­σεις, τις συ­γκι­νή­σεις, τον πο­λι­τι­σμό). Εξάλ­λου, δεν είναι και αυτά μέρος της ει­κό­νας του κό­σμου (μας); Ενός κό­σμου, στον οποίο ο καλ­λι­τέ­χνης δεν παύει να δεί­χνει ευ­γνω­μο­σύ­νη: «Είμαι ευ­γνώ­μων στα κα­λο­καί­ρια και τα σε­ντό­νια που χο­ρεύ­ουν στις τα­ρά­τσες, γιατί με γέ­μι­σαν κου­ρά­γιο που χρειά­ζο­μαι… για τις νέες ζω­γρα­φι­κές ανα­ζη­τή­σεις μου στο πεδίο του κό­σμου των αν­θρώ­πων».